Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
(наст. вр. и буд. вр. истязую и истязаю) что у кого, от кого; отымать, отбирать, вынуждать что-либо, вымогать, вымучивать;
| - кого, томить, пытать. жестоко мучить; измучить, замучить. Не истязуй ни от кого лишнего. За что его так зверски истязали. (гл. истязовать утрачен, почему истязатьупотр. в совер. и несовер.). Истязаться, быть истязуему;
| -с кем, состязаться, спорить, ратовать. Истязанье ср., ·об. действие по гл., жестокое обращенье; мученье, мука, насилие, или пытка, вынужденье, вымогательство; пристрастный допрос. Истязатель муж.-ницажен. кто истязуеть кого, или что у кого. Истязательный, к сему относящийся
истязать
ИСТЯЗ'АТЬ, истязаю, истязаешь и (·устар., от вышедшего из употр.гл. истязовать) истязую, истязуешь, ·несовер., кого-что (·книж. ). Жестоко мучить, пытками доводить до изнеможения. Истязать ребенка. Истязать себя страшными предположениями.